- ἀρρωστηματικός
- ἀρρωστ-ηματικός, ή, όν,A sickly, Vett.Val.68.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρρωστηματικά — ἀρρωστηματικός sickly neut nom/voc/acc pl ἀρρωστηματικά̱ , ἀρρωστηματικός sickly fem nom/voc/acc dual ἀρρωστηματικά̱ , ἀρρωστηματικός sickly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστηματικούς — ἀρρωστηματικός sickly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)